ὑποστατικός

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτικός Medium diacritics: ὑποστατικός Low diacritics: υποστατικός Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypostatikós Transliteration B: hypostatikos Transliteration C: ypostatikos Beta Code: u(postatiko/s

English (LSJ)

ὑποστατική, ὑποστατικόν,
A able to face or willing to face, c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.Fr.8p.39H.
2 abs., patient, steadfast, firm, Arist.EE1222a33 (Comp.); ἔν τινι D.S.20.78. Adv. ὑποστατικῶς Plb.5.16.4.
II belonging to substance, substantial, hypostatic, Arr. Epict.1.20.17.
2 c. gen. rei, giving substance to, causing the existence of, τῶν ὅλων Procl. in Prm.p.537 S., cf. Inst.25, Herm. in Phdr.p.136 A., Dam.Pr.300; opp. φθαρτικός, Ammon. in Porph.103.15.
III ὑποστατικόν, τό, entrance fee paid by initiates, IG5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).

German (Pape)

ή, όν, sich darunter stellend, sich einer Sache unterziehend, sie ertragend, standhaft, mutig, δεινῶν ὑποστατικὰ ἕξις neben ἀντερειστικά, Metop. Pythag. bei Stob. Flor. 1.64; Arist. eth. Eud. 2.5; ἔν τινι, DS. 20.78; so ὑποστατικῶς, Pol. 5.16.4; – zur Substanz gehörig, substantiell, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστᾰτικός: стойкий, выносливый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ πρόθυμος νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, μετὰ γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, οὐσιώδης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, προσωπικός, πρβλ. ὑπόστασις Β. V.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑφίστημι
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την επίδραση της βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία του σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας («υποστατική πνευμονία»)
2. φρ. «υποστατική ένωση»
θεολ. ένωση τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία υπόσταση ή σε ένα πρόσωπο
μσν.
θεολ. προσωπικός
αρχ.
1. ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει κάτι
2. (γενικά) υπομονητικός, καρτερικός
3. αυτός που έχει υπόσταση, πραγματικός, ουσιώδης
4. (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την ουσία, την υπόσταση κάποιου.
επίρρ...
ὑποστατικῶς Α
υπομονητικά, καρτερικά.