υπονέφελος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα
2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι-νέφελος].