υπονέφελος

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα
2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περινέφελος].