χορτοβριθής
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
-ές, Ν (λόγιος τ.) (για γη) γεμάτος χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο(ς) + -βριθής (< βρίθος < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο-βριθής].