Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
[Seite 1093] ἡ, das Wunderadnliche, Wunderbare, Sp.
τερᾰτωδία: ἡ, θαυμάσιος τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).
η, ΝΑ τερατώδης
η ιδιότητα του τερατώδους
νεοελλ.
πράξη ή λόγος τερατώδης
αρχ.
το να είναι κάτι θαυμαστό στην όψη.