φόρτσα

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

η, Ν
1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα»)
2. (ως επίρρ.) φόρτσα
(κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»].