φόρτσα
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
η, Ν
1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα»)
2. (ως επίρρ.) φόρτσα
(κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»].