Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
και φλωμόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + χόρτο].