φλομόχορτο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

και φλωμόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + χόρτο].