υγρόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

το / ὑγρόμετρον, ΝΑ
νεοελλ.
(μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση της σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας
αρχ.
όργανο με το οποίο ελέγχεται το κατά πόσον είναι αμιγές ένα υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μέτρον.