χοράγιον
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
German (Pape)
[Seite 1364] τό, dor. u. att. = χορήγιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χορήγιον.