φασματοσκόπιο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) όργανο, συχνά φορητό, με το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί το φάσμα μιας οπτικής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. spectroscope < λατ. spectrum «φάσμα» + -scope < -σκόπιο). Η λ., στον λόγιο τ. φασματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].