φασματοσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) όργανο, συχνά φορητό, με το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί το φάσμα μιας οπτικής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. spectroscope < λατ. spectrum «φάσμα» + -scope < -σκόπιο). Η λ., στον λόγιο τ. φασματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].