στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-ον, Α αυτός που έχει γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].