υφαρμόζω

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑφαρμόττω Α ἁρμόζω
1. προσαρμόζω κάτι κάτω από κάτι άλλο·2. συνενώνω κάτι με κάτι άλλο («ὡς ὑφαρμόσειε τῇ μασχάλῃ», Ιπποκρ.).