ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ο, Νμέλος χορωδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ωδός (< ωδή), πρβλ. τραγ-ωδός).