χορωδός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μέλος χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ωδός (< ωδή), πρβλ. τραγωδός].