φαναῖος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

α, ον, (φανή)

   A giving or bringing light, of Zeus, E.Rh.355 (lyr.); of Apollo, in Chios, Achae.35.

German (Pape)

[Seite 1254] Licht gebend, bringend, Beiw. des Zeus, Eur. Rhes. 355, u. des Apollo, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰναῖος: -α, -ον, (φανὴ) ὁ παρέχων ἢ φέρων φῶς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 355˙ τοῦ Ἀπόλλ., Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσύχ.: «Φαναῖος˙ Ἀπόλλων˙ Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 33). παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui donne ou apporte la lumière (ép. de Zeus).
Étymologie: φαίνω.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].