φαναῖος
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
α, ον, (φανή) giving or bringing light, of Zeus, E.Rh.355 (lyr.); of Apollo, in Chios, Achae.35.
German (Pape)
[Seite 1254] Licht gebend, bringend, Beiw. des Zeus, Eur. Rhes. 355, u. des Apollo, VLL.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui donne ou apporte la lumière (ép. de Zeus).
Étymologie: φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
φᾰναῖος: дающий или несущий свет, светоносный (Ζεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φᾰναῖος: -α, -ον, (φανὴ) ὁ παρέχων ἢ φέρων φῶς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 355˙ τοῦ Ἀπόλλ., Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσύχ.: «Φαναῖος˙ Ἀπόλλων˙ Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 33). παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται».
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].
Greek Monotonic
φᾰναῖος: -α, -ον (φανή), αυτός που δίνει ή φέρνει φως, σε Ευρ.