υπνώνω
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
ὑπνῶ, -όω, ΝΜΑ, και αμφβλ. τ. ὑπνῶ, -έω, Α ὕπνος
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
2. κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι.