τρίκρανο

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

το, Ν
το γεωργικό εργαλείο τρικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. τρίκρανος.