στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
[Seite 1128] ὁ, v. l. für das Folgde.
ὁ, Ατόξαρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -άρχης].