υδρόχυτος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός από τον οποίο εκχέεται νερό («κρήναις παρ' ὑδροχύτοις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χυτός (< χέω), πρβλ. οἰνό-χυτος].