υδρόχυτος

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός από τον οποίο εκχέεται νερό («κρήναις παρ' ὑδροχύτοις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χυτός (< χέω), πρβλ. οἰνόχυτος].