-η, -ο, Ναυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + -πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελο-πρόσωπος.