φεγγαροπρόσωπος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + -πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελοπρόσωπος.