χιτωνόζωα
From LSJ
τα, Ν
ζωολ. η πιο πρωτόγονη από τις τρεις υποσυνομοταξίες του φύλου χορδωτά, με 1.500, περίπου, θαλάσσια, ευρέως διαδεδομένα είδη, αλλ. ουροχορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + ζώο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. tunicata].