χιτωνόζωα

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. η πιο πρωτόγονη από τις τρεις υποσυνομοταξίες του φύλου χορδωτά, με 1.500, περίπου, θαλάσσια, ευρέως διαδεδομένα είδη, αλλ. ουροχορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + ζώο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. tunicata].