φλούδα
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
και φλοίδα και φλύδα, η, Ν
1. (για φυτά και για καρπούς) φλοιός
2. σκληρό κέλυφος, τσόφλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδι κατά τα θηλ.].