τσόφλι

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

και τσώφλι και τσέφλοιο και τσέφλι και τσόφλιο και τσώφλοιο, το, Ν
1. κέλυφος («το τσόφλι του αβγού»)
2. (κατ' επέκτ.) φλοιός καρπού, φλούδα
3. μτφ. (περιφρονητικά) τιποτένιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. djefl. Οι γρφ. με -οι προέρχονται από επίδραση της λ. φλοιός, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από τ. εξώφλοιον (< έξω + φλοιός), οπότε μπορούν να ερμηνευθούν οι τ. με -ω- και με απλοποίηση -ο-].