ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Νφαφλατάρω, φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο της φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)].