φαφλατίζω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

Ν
φαφλατάρω, φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο της φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)].