Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
Νφαφλατάρω, φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο της φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)].