φαφλατίζω

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253

Greek Monolingual

Ν
φαφλατάρω, φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο της φλυαρίας (βλ. και λ. φαφλατάς)].