τετράρραβδος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A with four spokes, Sch.Pi.P.2.73.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρραβδος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ῥάβδων δεσμός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 73 (40).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις ράβδους ή τέσσερεις ακτίνες τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥάβδος (πρβλ. πεντά-ρραβδος)].