τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
ὑπερπληρῶ, -όω, ΝΜΑ πληρῶ(λόγ. τ.) γεμίζω κάτι έως απάνω ή το γεμίζω περισσότερο από όσο πρέπει, το ξεχειλίζω, το παραγεμίζω.