οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
το / χοινίκιον, ΝΑ [[χοῑνιξ, χοίνικος]]
νεοελλ.
το σοινίκι
αρχ.
1. υποκορ. του χοῑνιξ
2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.