ταξιδευτής
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Greek Monolingual
ο, θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α, Ν ταξιδεύω
1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης
2. ταξιδιώτης.