ὑπερέντευξις
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
German (Pape)
[Seite 1194] ἡ, Fürbitte, Fürsprache, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέντευξις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερεντυγχάνειν τινός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 168C.
Greek Monolingual
-εύξεως, ἡ, Α ὑπερεντυγχάνω
μεσιτεία, συνηγορία για χάρη άλλου.