και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν1. εσφαλμένο χτύπημα της σφαίρας στο μπιλιάρδο2. (κατ' επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα].