συνταύτιση

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνταυτίζω, ταύτιση πραγμάτων, γνωμών ή απόψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταύτιση. Η λ., στον λόγιο τ. συνταύτισις, μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδ. Μανούση].