ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
-όν, Μ
αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργός].