Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
σωμεραστής: -οῦ, ὁ, ἐραστὴς τοῦ σώματος, Ἀστέριος Ἀμασ. 240Β.
ὁ, Μ
εραστής του σώματος, της σάρκας, αυτός που έχει σαρκικό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα + ἐραστής.