σχιζομύκητες

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

οι, Ν
(μικρβλ.) (παλαιότερα) συνομοταξία η οποία περιλάμβανε όλα τα βακτήρια με την παραδοσιακή έννοια του όρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schiromycetes (< σχίζω + μύκης, -ητος). Η λ. σχιζομύκητες μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].