ταλιαμάς

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και νταλιαμάς, ο, Ν
ναυτ. το πρόσθιο μέρος της στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή της ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο της πλώρης»].