και νταλιαμάς, ο, Νναυτ. το πρόσθιο μέρος της στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή της ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο της πλώρης»].