ταμπούρο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φρ. α) «πλευρικό ταμπούρο»
μουσ. στρατιωτικό και ορχηστικό τύμπανο με εντέρινες, πλαστικές, συρμάτινες ή μεταξωτές σπειρωμένες με σύρμα χορδές τεντωμένες κατά μήκος της κατώτερης μεμβράνης του, οι οποίες δονούνται συμπαθητικά με αυτήν και παράγουν διαπεραστικό, οξύ ήχο
β) «τενόρο ταμπούρο»
μουσ. κυλινδρικό τύμπανο, φαρδύτερο και βαθύτερο από το πλευρικό ταμπούρο, χωρίς συμπαθητικές χορδές
γ) «ταμπούρα τών φρένων»
τεχνολ. είδος φρένων που αποτελούνται από τύμπανο, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι σιαγόνες με το υλικό τριβής οι οποίες, καθώς διαστέλλονται μηχανικά ή υδραυλικά, το ακινητοποιούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tambour < αραβ. tambūr < περσ. tabir].