σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
η, Νμουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, που έχει συνήθως τέσσερεις μεταλλικές χορδές και το οποίο εξασφαλίζει την ισοκρατηματική συνοδεία στην ινδική μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamboura < περσ. tambūra].