σφιχτοχέρης
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
Greek Monolingual
ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν
πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο-χέρης)].
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
ο, θηλ. σφιχτοχέρα και ουδ. σφιχτοχέρικο, Ν
πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + χέρι (πρβλ. απλο-χέρης)].