τίλη
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τίλα Α
καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων
νεοελλ.
καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο
αρχ.
1. απόρριμμα προερχόμενο από αποφλοίωση («εἰς τὴν τίλην τοῡ χόρτου», πάπ.)
2. (γενικά) θρύμμα, θρύψαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].