θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
-αία, -ον, Ατραχηλιαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχ-ιμαίος].