δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-αία, -ον, Ατραχηλιαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχιμαίος].