τραχηλιμαίος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
τραχηλιαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχιμαίος].