τριπλασιασμός

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tripler.
Étymologie: τριπλασιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τριπλασιάζω
πολλαπλασιασμός επί τρία
μσν.
μτφ.
1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές
2. τα τρία μέρη της Αγίας Τριάδας.