ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse
-ον, Ατρισσοκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δι-κάρηνος].