τρισσοκέφαλος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
τρισσοκέφαλον, three-headed, Orph.A.976 [with the penultimate long metri gr.].
Greek (Liddell-Scott)
τρισσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, τρισσοκέφαλος, ἰδεῖν ὀλοὸν τέρας Ὀρφ. Ἀργ. 974 (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς, ὅθεν ἡ διάφ. γραφὴ τρισσοκάρηνος.)
Greek Monolingual
-ον, Α
τρικέφαλος («τρισσοκέφαλος, ἰδεῖν ὀλοὸν τέρας», Ορφ. Αργ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. τρικέφαλος.
German (Pape)
= τρισσοκάρηνος, Orph. Arg. 979, wo α lang ist, als v.l. zu τρισσοκάρηνος. Vgl. τρικέφαλος.
Translations
Czech: trojhlavý, tříhlavý; Danish: trehovedet; Dutch: driekoppig; Finnish: kolmipäinen; German: dreiköpfig; Hungarian: háromfejű; Icelandic: þríhöfða, þríhöfðaður; Latin: triceps; Polish: trójgłowy, trzygłowy; Russian: трёхголовый; Serbo-Croatian:; Cyrillic: тро̀глав; Roman: tròglav; Spanish: tricéfalo; Swedish: trehövdad