τρίπεζα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεζα: ἡ, = τράπεζα, «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα, Βοιωτοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα με παρετυμολ. επίδραση του τρι-].