τρίστυλος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τρίστῡλος: -ον, ἔχων τρεῖς στύλους, Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος σ. 6.
-η, -ο / τρίστυλος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρεις στύλους, τρεις κολόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στύλος (πρβλ. ἑξάστυλος)].